σπογγιον

σπογγιον
    σπογγίον
    τό маленькая губка Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σπογγιον" в других словарях:

  • σπογγίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγίον — και σφογγίον, τὸ, Α [σπόγγος, σφόγγος] 1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι 2. είδος επιθέματος …   Dictionary of Greek

  • σπογγίοις — σπογγίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγίων — σπογγίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγίῳ — σπογγίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοσπόγγιον — ξυλοσπόγγιον, τὁ, ἡ ξυλόσπογγος, ὁ (Α) σπόγγος δεμένος στο άκρο ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλον + σπογγίον] …   Dictionary of Greek

  • σπογγεύς — ὁ, και σπογγιεύς, Α σπογγαλιεύς, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σπογγίον + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • σφογγίον — τὸ, Α βλ. σπογγίον …   Dictionary of Greek

  • σπογγία — σπογγίᾱ , σπογγίας masc nom/voc/acc dual σπογγίας masc voc sg σπογγίᾱ , σπογγίας masc voc sg (attic) σπογγίᾱ , σπογγίας masc gen sg (doric aeolic) σπογγίας masc nom sg (epic) σπογγίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγίου — σπογγίας masc gen sg σπογγίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»